ἐπαιγίζοντα

ἐπαιγίζοντα
ἐπαιγίζω
rush upon
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἐπαιγίζω
rush upon
pres part act masc acc sg
ἐπαιγίζω
rush upon
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἐπαιγίζω
rush upon
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαιγίζω — (Α) 1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώ («οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) 2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα 3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά 4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με… …   Dictionary of Greek

  • λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”